σκεῦος

σκεῦος
σκεῦος
Grammatical information: n.
Meaning: `vessel, device', mostly pl. `house-, ship-equipment, weapon, armour, luggage' (IA.).
Compounds: Often as 1. member, e.g. σκευο-φόρος `carrying luggage, luggage-carrier' (IA.), σκευ-ωρός `luggage-watcher' (Cratin.) with -ωρέομαι, -ωρέω, -ωρία, -ώρημα `to look after, through the luggage, to instigate (slyly)' (D., Arist. etc.), later also σκαιωρέομαι etc. (after σκαιός); as 2. member in ἀ-σκευής `without equipment' (Hdt.).
Derivatives: σκευή f. `armour, clothing, wear' (IA.); as 2. member e.g. ὁμό-σκευος `with equal armour' (Th.); to this very often w. prefix: παρα-, κατα-, ἐπι-σκευή a.o. as backformations to παρα-σκευάζω etc. (cf. below). -- Diminut.: σκευ-άριον n. `small device' (Ar. a. o.), `simple wear' (Pl. Alc. 1, 113e), -ύφιον n. `small device' (Lyd.). -- Secondary formation: σκευ-άζω, -άζομαι, aor. σκευ-άσαι, -άσασθαι, very often w. prefix, παρα-, κατα-, ἐπι- etc. in diff. shades of meaning, `to equip, to arm, to dress, to prepare etc.' (IA. since h. Merc.); from there, mostly to the prefixcompp., σκεύ-ασις, -άσιμος, -ασία, -ασμα, -αστός, -αστής, -αστι-κός; also παρασκευ-ή etc. (s. above). Denominative ἐπι-, κατα-σκευ-όω ( : ἐπι-, κατα-σκευή) = -ἀζω (Argos, Crete, Delphi a. o.), σκευοῦσθαι = ἑτοιμάζεσθαι H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [950] *(s)keu- `prepare(?)'
Etymology: The nouns σκεῦος, -ή (for *σκεῦσος, -σά because of the retained ευ-diphthongs?; cf. Schwyzer 348 Zus. 4) look like primary formations and presuppose as such the former existence of a primary verb, approx. *σκεῦ[σ]-σαι, *σκεύ[σ]-ι̯ω, which must have been replaced by the second., denomin. or deverbat., σκευ-άζω. -- Expression of every-day language, prob. inherited, but without convincing etymology. Hypotheses by Prellwitz (to Lith. šáu-ju, -ti `shut, scove', Russ. sovátь `shove, sting, push', OHG sciozan `shut' a. o.; cf. Vasmer s. v.); by Zupitza Germ. Gutt. 122 (to OWNo. høyja, OE hēgan `carry out', Slav., e.g. OCS prě-kutiti `adorn'; cf. Vasmer s. kutítь). WP. 2, 546, Pok. 950f. Older lit. in Curtius 169.
Page in Frisk: 2,727

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκεῦος — vessel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεύος — ους, το / σκεῡος εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. σκέα και σκεῡα Α κάθε κινητό κατασκεύασμα, όπως λ.χ. αγγείο, δοχείο, εργαλείο, έπιπλο, που είναι χρήσιμο για τις ανάγκες τού ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι… …   Dictionary of Greek

  • σκεύος — το 1. κάθε κινητό πράγμα (εργαλείο, έπιπλο κτλ.) χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου: Νοίκιασα ένα σπίτι εξοπλισμένο με οικιακά σκεύη. 2. φρ., «σκεύος της ψυχής», το σώμα μας. 3. «ιερά σκεύη», τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στις διάφορες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζερβός, Σκεύος — (Κάλυμνος 1875 – Αθήνα 1966). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας, του Μονάχου, του Βερολίνου και της Βιέννης. Αρχικά, εργάστηκε ως βοηθός και κατόπιν ως επιμελητής στον Ευαγγελισμό. Ταξίδεψε έπειτα στις ΗΠΑ …   Dictionary of Greek

  • δίσκος — Σκεύος, συνήθως μετάλλινο, ξύλινο ή γυάλινο, με το οποίο προσφέρονται αναψυκτικά, καφέδες, γλυκίσματα ή εδέσματα. Παλαιότερα οι δ. κατασκευάζονταν από πέτρα και ήταν απλές επίπεδες επιφάνειες. Με το πέρασμα του χρόνου έγιναν απαραίτητο οικιακό… …   Dictionary of Greek

  • κηροπήγιο — Σκεύος για την τοποθέτηση ενός ή περισσότερων κεριών. Πρόδρομός του μπορεί να θεωρηθεί ο ξύλινος ρητινούχος πυρσός, που στερεωνόταν στο χώμα ή στα τοιχώματα των προϊστορικών σπηλαίων. Η παραδοσιακή μορφή του κ. είναι ετρουσκικής καταγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] …   Dictionary of Greek

  • κουφόσκευος — κουφόσκευος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) ελαφρά οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α προ παρά σκευος, ομοιό σκευος] …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • καλάθι — Πλεχτό σκεύος από κλαδιά ιτιάς ή λυγαριάς ή από καλάμια. Ονομάζεται επίσης πανέρι, κοφίνι ή κόφα. Αρχικά, κ. ονομαζόταν από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους κάθε σκεύος που είχε περίπου το σχήμα του σημερινού κ. Με αυτό μετέφεραν κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”